μισθοφόροι

μισθοφόροι
Επαγγελματίες αξιωματικοί ή στρατιώτες οι οποίοι μισθώνονται από πρόσωπα, οργανώσεις, πόλεις ή κράτη. Σύμφωνα με την άποψη του Αριστοτέλη, οι μ. εμφανίστηκαν ταυτόχρονα με τα τυραννικά καθεστώτα. Οι αρχαίοι τύραννοι, όπως ο Πεισίστρατος, ο Γέλων, ο Ιέρων και άλλοι αναρριχήθηκαν στην εξουσία, χρησιμοποιώντας μισθοφορικούς στρατούς. Σταδιακά ο θεσμός των μ. επικράτησε στις περισσότερες κοινωνίες της αρχαιότητας. Στην Αίγυπτο, ο Ψαμμήτιχος B’ είχε στον στρατό του Έλληνες μ., που κατάγονταν κυρίως από Ίωνες και Κάρες άποικους. Οι Πέρσες, στις εκστρατείες τους εναντίον της Ελλάδας, χρησιμοποίησαν μ. διαφόρων εθνικοτήτων, με την υπόσχεση της εύκολης λείας. Τον 4o και τον 3o αι. π.Χ. οι μ. ήταν περιζήτητοι στις ελληνικές πόλεις. Αντίθετα, στη Μακεδονία, η χρησιμοποίησή τους ήταν περιορισμένη. Στην αρχαία Ρώμη, σώματα μ. εμφανίστηκαν μετά τον Β’ Καρχηδονιακό πόλεμο. Αργότερα, στα χρόνια της φεουδαρχίας, οι φεουδάρχες είχαν στην υπηρεσία τους τμήματα μ., τα οποία έπαιζαν κατά κάποιο τρόπο τον ρόλο φεουδαρχικής εθνοφρουράς. Με τη διαμόρφωση των Κεντρικών κρατών στη Δυτική Ευρώπη, στις αρχές του 14ου αι., οι βασιλείς για να στηρίξουν την εξουσία τους διέθεταν προσωπικό στρατό από μ. Κατά τον 15o και τον 16o αι. εμφανίστηκαν και οι μισθοφορικοί στόλοι. Τους μ. της εποχής εκείνης αποτελούσαν πολίτες, μη δουλοπάροικοι, αγρότες, ξεπεσμένοι ιππότες, παιδιά αριστοκρατών καθώς και ξένοι. Στις παραμονές πολέμου, ο επικεφαλής του κράτους έδινε στον στρατιωτικό διοικητή την εντολή να συγκροτήσει καθορισμένο αριθμό στρατευμάτων, χορηγώντας του ταυτόχρονα τα απαιτούμενα χρήματα. Όταν τον 16o αι. άρχισαν να δημιουργούνται τα φεουδαρχικά απολυταρχικά κράτη (Ισπανία, Ολλανδία, Γαλλία, Πρωσία κ.ά.), οι μισθοφορικοί στρατοί ήταν μόνιμος θεσμός, τον οποίο διατηρούσαν και σε περίοδο ειρήνης. Σε πολλά κράτη, εκτός από τους μόνιμους μ. υπήρχαν και μ. που επάνδρωναν τον στόλο. Στο τέλος του 16ου αι., επιβλήθηκε στους μόνιμους μ. ομοιόμορφη εξαντλητική στρατιωτική εκπαίδευση και τυφλή υποταγή. Στη Ρωσία, στη Σουηδία και σε μερικά άλλα κράτη, η χρησιμοποίηση μ. ήταν άγνωστη. Σώματα μ. χρησιμοποιήθηκαν και στους νεότερους χρόνους για την εδραίωση της αποικιακής πολιτικής κυρίως στην Αφρική, στην Κατάγκα (Ζαΐρ) και στη Ζιμπάμπουε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μισθοφόροι — μισθοφόρος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεληματάριοι — Μισθοφόροι του Βυζαντίου, οι οποίοι μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204) έμειναν στα περίχωρα της πρωτεύουσας καλλιεργώντας τη γη. Ο Γεώργιος Παχυμέρης, χρονογράφος της εποχής, αναφέρει ότι άλλοτε τάσσονταν με τους… …   Dictionary of Greek

  • μισθοφόρος — ο (Α μισθοφόρος, ον) 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που παρέχει υπηρεσίες λαμβάνοντας μισθό 2. (ως ουσ. συν. στον πληθ.) οι μισθοφόροι έμμισθοι επαγγελματίες πολεμιστές οι οποίοι μάχονται για λογαριασμό οποιουδήποτε κράτους ή έθνους ή και… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Misthi — also Mistí, Mysty; Misli; Misti, Greek (η) Μισθεία, (το) Μισθί; (το) Μιστί; (η) Μισθή; (η) Μυστή; (το) Μισθίον; (τα) Μίσθια, in Turkish Mišti, Misti, Muštilia, Konaklı (current name), was a Greek city in the region of Cappadocia, nowadays Turkey …   Wikipedia

  • НАЕМНЫЕ РАБОТНИКИ —    • Mercennarii,          μισθωτοί или μισθοφόροι, назывались вообще все служащие за плату, поденщики, сельские работники, пастухи. Ранее, когда еще было мало рабов, поденщиков нанимали в деревнях за известную долю в плодах, позднее, вследствие… …   Реальный словарь классических древностей

  • Misthi, Cappadocia — Aerial photo of Misthi / Konaklı today. Misthi also Mistí, Mysty; Misli; Misti, Greek (η) Μισθεία, (το) Μισθί; (το) Μιστί; (η) Μισθή; (η) Μυστή; (το) Μισθίον; (τα) Μίσθια, in Turkish Mišti, Misti, Muštilia, Konaklı (current name), was a Greek… …   Wikipedia

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Κουμάνοι — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 131 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονος του νομού Λακωνίας. Οι Κ. βρίσκονται στο δυτικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. Ν της Σπάρτης. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Κροκεών. II Τουρκικός λαός, ο οποίος από τον 10o …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”